- ἐμπλάστρου
- ἔμπλαστρονsalveneut gen sgἔμπλαστροςsalvefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραφάρμακος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που αποτελείται από τέσσερα φάρμακα αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετραφάρμακος α) είδος εμπλάστρου από κηρό, στέαρ, πίσσα και ρητίνη β) οι πρώτες τέσσερεις «Κύριαι Δόξαι» τού Επικούρου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραφάρμακον το… … Dictionary of Greek
Ίσις — I Αιγυπτιακή θεότητα Βλ. λ. Ίσιδα. II Τίτλος ελληνικών περιοδικών που εκδίδονταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν το 1898 στην Αλεξάνδρεια από τον Α. Ιερωνυμίδη. 2. Περιοδικό που κυκλοφόρησε από τον H.… … Dictionary of Greek
Ινδός — I (Indus). Ποταμός (3.060 χλμ.) της νότιας Ασίας, ένας από τους σημαντικότερους της περιοχής αυτής. Πηγάζει από τα όρη Κάιλας των θιβετιανών Ιμαλαΐων, κοντά στο Σένγκε. Αρχικά κατέρχεται προς τα ΒΔ, διασχίζοντας το ινδικό κρατίδιο Τζάμου Κασμίρ,… … Dictionary of Greek
γεράνιος — (I) γεράνιος, η (Μ) [γέρανος] 1. είδος εμπλάστρου 2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές. (II) α, ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος) ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
δίχρωμος — η, ο (AM δίχρωμος, ον) αυτός που έχει δύο χρώματα μσν. το θηλ. ως ουσ. η δίχρωμος ονομασία εμπλάστρου αρχ. το ουδ. ως ουσ. το δίχρωμον το φυτό περιστερόχορτο … Dictionary of Greek
διάχυλος — ο (Α ος, ον) ο γεμάτος χυμό νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διάχυλο είδος εμπλάστρου* … Dictionary of Greek
εμπλάστρωμα — και μπλάστρωμα, το τοποθέτηση εμπλάστρου πάνω στο δέρμα … Dictionary of Greek
επίπλαση — η (Α ἐπίπλασις) 1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου 2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμα αρχ. μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ … Dictionary of Greek
ιερατικός — ή, ό (ΑΜ ἱερατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτο μσν. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… … Dictionary of Greek